δικαιοσύνη

  • 121δικτατορία — Η απολυταρχική άσκηση της εξουσίας, συνήθως καταχρηστικά, από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. Ιστορικά, ο όρος δ. καθιερώθηκε από την έκτακτη στρατιωτική εξουσία που καθιέρωσαν οι Ρωμαίοι την εποχή της δημοκρατίας, για να διασφαλίσουν την ενότητα και… …

    Dictionary of Greek

  • 122δρυΐδες — Μέλη του ανώτατου ιερατείου των αρχαίων Κελτών, οι οποίοι είχαν διαμορφώσει ιδιαίτερη θρησκεία, τον δρυϊδισμό, που βασιζόταν στις δικές τους διδασκαλίες και στις σχετικές με αυτές λατρείες. Οι αναφορές για τους δ. χρονολογούνται τουλάχιστον από… …

    Dictionary of Greek

  • 123δωσιδικία — και δοσιδικία, η (Α δωσιδικία) νεοελλ. η αρμοδιότητα δικαστηρίου σχετικά με τους διαδίκους και τις δικαστικές υποθέσεις αρχ. το να παραδίδεται κανείς στη δικαιοσύνη, να παρουσιάζεται για να δικαστεί …

    Dictionary of Greek

  • 124εθελοδικαιοσύνη — ἐθελοδικαιοσύνη, η (Μ) υποκριτική, επιφανειακή δικαιοσύνη …

    Dictionary of Greek

  • 125εκπροσωπώ — ( έω) (Μ ἐκπροσωπῶ) αντιπροσωπεύω, ενεργώ εξ ονόματος άλλου νεοελλ. είμαι προσωποποίηση μιας ιδεολογίας ή ιδιότητας, εκφράζω χαρακτηριστικά ιδεολογία ή ιδιότητα («εκπροσωπεί τη δικαιοσύνη») …

    Dictionary of Greek

  • 126εναστράπτω — ἐναστράπτω (AM) μσν. αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ αρχ. φέγγω μέσα σε κάτι («ἐγκατοικεῑ δέ πραότης, ἐναστράπτει δικαιοσύνη», Θεμίστ.) …

    Dictionary of Greek

  • 127εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 128επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… …

    Dictionary of Greek