δικαιοσύνη

  • 111διεξάγω — (AM διεξάγω) [εξάγω] διενεργώ, φέρω εις πέρας μια υπόθεση μσν. φρ. «διεξάγω τὴν τοῡ παιδὸς ἡλικίαν» περνώ την παιδική ηλικία αρχ. 1. οδηγώ προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι ή από κάπου 2. κατευθύνομαι 3. εξετάζω, ερευνώ για εκδίκηση 4. διευθετώ …

    Dictionary of Greek

  • 112δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …

    Dictionary of Greek

  • 113δικαιοδοτώ — (AM δικαιοδοτῶ, έω) [δικαιοδότης] απονέμω δικαιοσύνη νεοελλ. εξουσιοδοτώ κάποιον, τού δίνω το δικαίωμα αρχ. (με αιτ.) διοικώ επαρχία κρατώντας και τη δικαστική εξουσία …

    Dictionary of Greek

  • 114δικαιοδότης — ο (AM δικαιοδότης) αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, δικαστής αρχ. διοικητής επαρχίας με δικαστική εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + δοτης < δίδωμι (πρβλ. αρτοδότης, εργοδότης)] …

    Dictionary of Greek

  • 115δικαιολογώ — (AM δικαιολογῶ, έω) υπερασπίζω το δίκαιο κάποιου, εγκρίνω μσν. νεοελλ. δέχομαι κάτι ως ορθό νεοελλ. 1. αποκρούω κατηγορία, παρουσιάζω τις ενέργειες κάποιου ως σωστές 2. δίνω χαρακτήρα, βάση νομιμότητας σε πράξεις, καταστάσεις κ.λπ. μσν.… …

    Dictionary of Greek

  • 116δικαιονομώ — δικαιονομῶ ( έω) (Α) απονέμω δικαιοσύνη …

    Dictionary of Greek

  • 117δικαιοπραγώ — δικαιοπραγῶ ( έω) (Α) [δικαιοπραγία] απονέμω δικαιοσύνη, ενεργώ δίκαια …

    Dictionary of Greek

  • 118δικαιωτής — ο (AM δικαιωτής) [δικαιώ] αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, που κρίνει δίκαια …

    Dictionary of Greek

  • 119δικαιότης — δικαιότης, η (Α) [δίκαιος] δικαιοσύνη* …

    Dictionary of Greek

  • 120δικιοσύνη — η βλ. δικαιοσύνη …

    Dictionary of Greek