δικαιολογούμαι
1δικαιολογούμαι — δικαιολογούμαι, δικαιολογήθηκα, δικαιολογημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: δικαιολογούμαι : σε μη επίσημο ύφος λόγου απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ). Η μτχ. δικαιολογημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο με την έννοια →… …
2δικαιολογοῦμαι — δικαιολογέομαι plead one s cause before the judge pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …
3αλληλοδικαιολογούμαι — ( έομαι) δικαιολογώ κάποιον και συγχρόνως δικαιολογούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + δικαιολογώ ( ούμαι)] …
4αντιλέγω — (AM ἀντιλέγω) φέρνω αντίρρηση, αντικρούω αυτά που έχουν λεχθεί μσν. 1. δικαιολογούμαι 2. αντικρούω, αποκρούω εχθρική επίθεση 3. δυσανασχετώ αρχ. μσν. 1. αντιτίθεμαι 2. αμφισβητώ 3. αρνούμαι, απορρίπτω 4. απαντώ αρχ. μσν. τα αντιλεγόμενα 1.… …
5εξαιτιώμαι — ἐξαιτιῶμαι, άομαι (Μ) [αιτιώμαι] δικαιολογούμαι …
6εξαφορμίζω — και ξαφορμίζω (Μ ἐξαφορμίζω) [αφορμίζω] νεοελλ. 1. τρελαίνω κάποιον με φωνές 2. χάνω τα λογικά μου 3. γίνομαι έξω φρενών μσν. προφασίζομαι, δικαιολογούμαι …
7κρισολογούμαι — και κρισολογιέμαι 1. διεξάγω δίκη εναντίον κάποιου 2. δικάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίση + λογούμαι (< λόγος < λέγω), πρβλ. απο λογούμαι, δικαιολογούμαι] …
8σκήψις — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, στη Μυσία της Μ. Ασίας. Ιδρύθηκε από τους Τρώες και κατά τους ιστορικούς χρόνους κατοικήθηκε από Μιλήσιους άποικους. Οι κάτοικοι της μεταφέρθηκαν από τον Αντίγονο στην Αλεξάνδρεια αλλά αργότερα με την άδεια του Λυσίμαχου… …
9υποτιμώ — ὑποτιμῶ, άω, ΝΜΑ [τιμῶ] 1. ελαττώνω, κατεβάζω την τιμή πώλησης (α. «η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να υποτιμήσει τη δραχμή» β. «ἰχθὺν ὑποτιμῶν», Αλεξ.) 2. κρίνω ή παρουσιάζω κάποιον ή κάτι ως κατώτερο από ό,τι είναι (α. «υποτιμά τις ικανότητες τού… …
10δικαιολογώ — δικαιολόγησα, δικαιολογήθηκα, δικαιολογημένος 1. επιχειρηματολογώ για το δίκαιο κάποιου, δέχομαι την ορθότητα ενέργειας: Δικαιολογώ απόλυτα την αντίδρασή του. 2. το παθ., δικαιολογούμαι υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, επιχειρηματολογώ για την… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)