δικαίω τω
1δικαιῶ — δικαιόω set right pres subj act 1st sg δικαιόω set right pres ind act 1st sg …
2Δικαίω — Δίκαιος observant of custom masc nom/voc/acc dual Δίκαιος observant of custom masc gen sg (doric aeolic) …
3δικαίω — δίκαιος observant of custom masc/neut nom/voc/acc dual δίκαιος observant of custom masc/neut gen sg (doric aeolic) δίκαιος observant of custom masc/fem/neut nom/voc/acc dual δίκαιος observant of custom masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) δικαιόω… …
4Δικαίῳ — Δίκαιος observant of custom masc dat sg …
5δικαίῳ — δίκαιος observant of custom masc/neut dat sg δίκαιος observant of custom masc/fem/neut dat sg …
6δικαίωι — δικαίῳ , δίκαιος observant of custom masc/neut dat sg δικαίῳ , δίκαιος observant of custom masc/fem/neut dat sg …
7Δικαίωι — Δικαίῳ , Δίκαιος observant of custom masc dat sg …
8Τριανταφυλλόπουλος, Κωνσταντίνος — (Καρπενήσι 1881 – Αθήνα 1966). Έλληνας νομικός με πολυσύνθετη ακαδημαϊκή και επιστημονική δράση. Σπούδασε στο Γκέτινγκεν και στο Βερολίνο, δικηγόρος (1903), υφηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου (1908) τακτικός καθηγητής της έδρας (1918)· παύτηκε το 1920 …
9δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …
10Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία — Μεσαιωνική αυτοκρατορία της κεντρικής Ευρώπης. Ως τυπική απαρχή της αναφέρεται το 961 (με ιδρυτή τον Όθωνα Α’ τον Μεγάλο) και ως τυπική λήξη της το 1806, οπότε ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β’ των Αψβούργων παραιτήθηκε από τον τίτλο του Ρωμαίου… …