διθρονος
1δίθρονος — δίθρονος, ον (Α) φρ. «Ἀχαιῶν δίθρονον κράτος» ο Μενέλαος κι ο Αγαμέμνων που κυβερνούν τους Αχαιούς …
2δίθρονον — δίθρονος two throned masc/fem acc sg δίθρονος two throned neut nom/voc/acc sg …
3διθρόνου — δίθρονος two throned masc/fem/neut gen sg …
4δίσκηπτρος — δίσκηπτρος, ον (Α) δίθρονος, δικρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σκήπτρον] …
5θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …