διηκοσίων

  • 1διηκοσίων — διακόσιοι two hundred fem gen pl (epic ionic) διακόσιοι two hundred masc/neut gen pl (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πλάτος — (I) ὁ, Α πλάτας*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πλάτης / πλάτας κατά τα αρσ. σε ος]. (II) το, ΝΜΑ 1. η τρίτη διάσταση τών στερεών εκτός από το μήκος και το ύψος, εύρος, φάρδος (α. «το πλάτος τού τοίχου» β. «νῆσον... μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων,… …

    Dictionary of Greek