διεξοδικός
1διεξοδικός — of masc nom sg …
2διεξοδικός — ή, ό (AM διεξοδικός, ή, όν) [διέξοδος] μσν. νεοελλ. λεπτομερής, εκτενής αρχ. 1. αυτός που ανήκει στη διέξοδο ή είναι κατάλληλος γι αυτήν 2. μαθ. (για επίπεδη γραμμή) αυτός που παράγεται με τράβηγμα, χάραγμα 3. το ουδ. ως ουσ. το διεξοδικόν το… …
3διεξοδικός — ή, ό επίρρ. ά λεπτομερής και εκτεταμένος: Θα γίνει διεξοδική έρευνα για τις καταγγελίες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4διεξοδικά — διεξοδικός of neut nom/voc/acc pl διεξοδικά̱ , διεξοδικός of fem nom/voc/acc dual διεξοδικά̱ , διεξοδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5διεξοδικώτερον — διεξοδικός of adverbial comp διεξοδικός of masc acc comp sg διεξοδικός of neut nom/voc/acc comp sg …
6διεξοδικῶν — διεξοδικός of fem gen pl διεξοδικός of masc/neut gen pl …
7διεξοδικόν — διεξοδικός of masc acc sg διεξοδικός of neut nom/voc/acc sg …
8διεξοδικαῖς — διεξοδικός of fem dat pl …
9διεξοδικαί — διεξοδικός of fem nom/voc pl …
10διεξοδικοῖς — διεξοδικός of masc/neut dat pl …