διελίττω

  • 1διελίσσω — και διελίττω (Α) [ελίσσω] 1. ξετυλίγω μέσα από κάτι 2. (για στράτευμα) κάνω ελιγμούς, ετοιμάζομαι να προχωρήσω με ελιγμούς 3. εκθέτω, εξηγώ …

    Dictionary of Greek