-
1 διεθνής
[диэтнис] εκ. международный, интернациональный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διεθνής
-
2 международный
διεθνής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > международный
-
3 интернациональный
интернациона́льные свя́зи — οι διεθνείς σχέσεις
-
4 день
день м η (η)μέρα нерабочий \день η μέρα αργίας будний \день η καθημερινή; рабочий η εργάσιμη μέρα - рождения η γιορτή, τα γενέθλια; каждый \день κάθε μέρα; через \день μέρα παρά μέρα; на другой \день την άλλη μέρα, την επομένη; с сегодняшнего дня από σήμερα; с завтрашнего дня από αύριο; в два часа дня στις δύο το μεσημέρι; в первой половине дня το πρωί; во второй половине дня το απόγευμα; Всемирный \день молодёжи η Διεθνής Ημέρα της Νεολαίας; Международный женский \день η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας; День Победы η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης ◇ изо дня в \день από τη μια μέρα στην άλλη со дня на \день από μέρα σε μέρα; на днях αυτές τις μέρες, σε λίγες μέρες (σ будущем)' τις προάλλες, προ ημερών (ο прошлом)' добрый \день! καλημέρα!· καλησπέρα! (во второй половине дня) деньги мн. τα χρήματα, τα λεφτά мелкие \день τα ψηλά· бумажные \день τα χαρτονομίσματα наличные* * *мη (η)μέραнерабо́чий день — η μέρα αργίας
бу́дний день — η καθημερινή
рабо́чий день — η εργάσιμη μέρα
день рожде́ния — η γιορτή, τα γενέθλια
ка́ждый день — κάθε μέρα
че́рез день — μέρα παρά μέρα
на друго́й день — την άλλη μέρα, την επομένη
с сего́дняшнего дня — από σήμερα
с за́втрашнего дня — από αύριο
в два часа́ дня — στις δύο το μεσημέρι
в пе́рвой полови́не дня — το πρωί
во второ́й полови́не дня — το απόγευμα
Всеми́рный день молодёжи — η Διεθνής Ημέρα της Νεολαίας
Междунаро́дный же́нский день — η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας
День Побе́ды — η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης
••изо дня́ в день — από τη μια μέρα στην άλλη
со дня на́ день — από μέρα σε μέρα
до́брый день! — καλημέρα καλησπέρα! ( во второй половине дня)
-
5 международный
международный διεθνής· \международныйая выставка η διεθνής έκθεση* \международный кинофестиваль το Διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου* * *междунаро́дная вы́ставка — η διεθνής έκθεση
междунаро́дный кинофестива́ль — το Διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου
-
6 интернационал
-а α.διεθνής•третий интернационал η τρίτη διεθνής.
|| ο διεθνής ύμνος, η διεθνής. -
7 Интернационал
Интернационалм1. ἡ Διεθνής:Коммунистический \Интернационал ἡ Κομμουνιστική Διεθνής·2. (гимн) ἡ Διεθνής, ὁ ὕμνος τῆς διεθνοῦς. -
8 международный
επ.διεθνής•-ая политика η διεθνής πολιτική•
-ое право διεθνές δίκαιο•
-ая солидарность δίΐεθνής αλληλεγγύη•
-ая выставка διεθνής έκθεση. -
9 шкала
η κλίμακαη κλίμαξο πίνακας ένδειξης- температурная международная практическая Διεθνής πρακτική θερμομετρική - (IPTS)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шкала
-
10 всемирный
-
11 конвенция
конвенция ж η σύμβαση, η συμφωνία международная \конвенция η διεθνής σύμβαση* * *жη σύμβαση, η συμφωνίαмеждунаро́дная конве́нция — η διεθνής σύμβαση
-
12 МДФЖ
МДФЖ (Международная демократическая федерация женщин) η Διεθνής Ομοσπονδία Γυναικών* * *(Междунаро́дная демократи́ческая федера́ция же́нщин) η Διεθνής Ομοσπονδία Γυναικών -
13 напряжённость
напряжённость ж η ένταση· \напряжённость в международных отношениях η διεθνής ένταση* * *жη έντασηнапряжённость в междунаро́дных отноше́ниях — η διεθνής ένταση
-
14 обзор
обзор м в рази. знач. η επιθεώρηση η ανασκόπηση (сжатое сообщение)' международный \обзор η διεθνής ανασκόπηση* * *м в разн. знач.η επιθεώρηση η ανασκόπηση ( сжатое сообщение)междунаро́дныйобзо́р — η διεθνής ανασκόπηση
-
15 обозрение
обозрение с η επισκόπηση, η επιθεώρηση (тж. театр.)' международное \обозрение η διεθνής επισκόπηση* * *сη επισκόπηση, η επιθεώρηση (тж. театр.)междунаро́дное обозре́ние — η διεθνής επισκόπηση
-
16 обстановка
обстановка ж 1) (мебель) η επίπλωση, τα έπιπλα 2) (положение) η κατάσταση· το περιβάλλον (окружение)' οι συνθήκες, οι περιστάσεις (условия)' международная \обстановка η διεθνής κατάσταση* * *ж1) ( мебель) η επίπλωση, τα έπιπλαмеждунаро́дная обстано́вка — η διεθνής κατάσταση
-
17 ярмарка
ярмарка ж η αγορά· международная \ярмарка η διεθνής εμποροπανήγυρη* * *жη αγοράмеждунаро́дная я́рмарка — η διεθνής εμποροπανήγυρη
-
18 международный
международн||ыйприл διεθνής:\международныйая обстановка ἡ διεθνής κατάσταση [-ις]· \международныйые связи οἱ διεθνείς σχέσεις· \международныйое право τό διεθνές δίκαιο[ν]. -
19 организация
организацияж1. (действие) ἡ ὁργάνωσης [-ις], ἡ διοργάνωση, ἡ συγκρότηση:\организация труда ἡ ὁργάνωση τής ἐργασίας·2. (учреждение) ἡ ὁργάνωση, ὁ ὁργανισμός:партийная \организация ἡ κομματική ὀργάνωση· комсомо́льская \организация ἡ ὁργάνωση τοῦ Κομ-σομόλ· международная \организация ἡ διεθνής ὁργάνωση, ὁ διεθνής ὁργανισμός· Организация Объединенных Наций (ООН) ὁ 'Οργανισμός τῶν Ηνωμένων Έθνῶν (ΟΗΕ)· массовая \организация ἡ μαζική ὁργάνωση·3. (сложение человека) ὁ ὁργανισμός, ἡ ἰδιοσυγκρασία, ἡ κρᾶσις:человек слабой \организацияии ἄνθρωπος μέ ἀδύνατη κράση, ἄνθρωπος μέ ἀσθενή ὁργανισμό. -
20 аэропорт
ο αερολιμήν, ο αερολιμένας, το αεροδρόμιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аэропорт
См. также в других словарях:
διεθνής — Με τον όρο Δ. αποκαλούνται στην πολιτική ορολογία οι διάφορες διεθνείς σοσιαλιστικές ή κομουνιστικές οργανώσεις που εμφανίστηκαν διαδοχικά στην ιστορία του 19ου και του 20ού αι. Η πρώτη επιτυχής απόπειρα σύστασης διεθνούς σοσιαλιστικής οργάνωσης… … Dictionary of Greek
διεθνής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που αναφέρεται σε όλα τα έθνη: Έχει διεθνείς επαφές. 2. αυτός που απαρτίζεται από αντιπροσώπους διάφορων εθνών: Άρχισε διεθνής διάσκεψη κορυφής για την καταστροφή του περιβάλλοντος. 3. αυτός που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Διεθνής Αμνηστία — Παγκόσμια, ανεξάρτητη οργάνωση που αποσκοπεί στον σεβασμό των διεθνών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά διατυπώθηκαν στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ στις 10 Δεκεμβρίου 1948. Η Δ.Α … Dictionary of Greek
Διεθνής Ερυθρός Σταυρός — Ένωση φιλανθρωπικών οργανώσεων με κεντρική έδρα τη Γενεύη. Βλ. λ. Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός … Dictionary of Greek
Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή — (ΔΟΕ).Διεθνής, μη κυβερνητικός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1894 στο Παρίσι, ύστερα από απόφαση διεθνούς συνεδρίου που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία των γαλλικών αθλητικών σωματείων. Στο πλαίσιο του συνεδρίου και έπειτα από πρόταση… … Dictionary of Greek
Διεθνής Διαστημικός Σταθμός — Βλ. λ. αστροναυτική· διαστημικός σταθμός … Dictionary of Greek
Διεθνής Ολυμπιακή Ακαδημία — Οικισμός (63 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας … Dictionary of Greek
Διεθνής Οργάνωση Εμπορίου — Βλ. λ. ΓΚΑΤ· Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου … Dictionary of Greek
Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… … Dictionary of Greek
Ερυθρός Σταυρός — Διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε με σκοπό τη βοήθεια των θυμάτων πόλεμου. Ο Ε.Σ. ιδρύθηκε το 1864 από τον Ελβετό Ερρίκο Ντινάν, μετά την απογοήτευση που αισθάνθηκε από την εγκατάλειψη των τραυματιών στη μάχη του Σολφερίνο (24 Ιουνίου 1859). Ο… … Dictionary of Greek
εσπεράντο — Διεθνής βοηθητική γλώσσα. Την επινόησε το 1887 ο Ρώσος γιατρός Λ. Ζάμενχοφ, που γεννήθηκε στη Βαρσοβία. Η ε. χρησιμοποιεί στο λεξιλόγιό της ρίζες λέξεων των ευρωπαϊκών χωρών. Σκοπός της δημιουργίας της τεχνητής αυτής γλώσσας ήταν να γεφυρωθεί το… … Dictionary of Greek