διδυμωτός

  • 1διδυμωτός — διδυμωτός, ή, όν (AM) διπλός, διχαλωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (κατάλ.) ωτός*] …

    Dictionary of Greek

  • 2δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… …

    Dictionary of Greek