διδαχή
1διδαχῇ — διδαχή teaching fem dat sg (attic epic ionic) …
2διδαχή — teaching fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3διδαχή — η (AM διδαχή) [διδάσκω] 1. διδασκαλία 2. ο θείος λόγος, η κατήχηση μσν. νεοελλ. 1. το περιεχόμενο τού κηρύγματος, το κείμενο τού λόγου 2. σύνολο θρησκευτικών και ηθικών κανόνων και παραγγελμάτων μσν. δίδαγμα, παράδειγμα αρχ. 1. κατάλογος τών… …
4διδαχή — η καθοδήγηση που αποβλέπει στη νουθεσία, διδασκαλία, θρησκευτικός λόγος: Η διδαχή των λόγων του Χριστού γίνεται στο κατηχητικό σχολείο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5διδαχῆι — διδαχῇ , διδαχή teaching fem dat sg (attic epic ionic) …
6διδαχαῖς — διδαχή teaching fem dat pl …
7διδαχαί — διδαχή teaching fem nom/voc pl …
8διδαχῆς — διδαχή teaching fem gen sg (attic epic ionic) …
9διδαχήν — διδαχή teaching fem acc sg (attic epic ionic) …
10διδαχῶν — διδαχή teaching fem gen pl …