διδαχή

  • 31διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί …

    Dictionary of Greek

  • 32διδάχος — ο 1. δάσκαλος 2. καθολικός παπάς, φράρος, φλάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < διδαχή ή κατ απόσπαση από το διδαχο κήρυξ] …

    Dictionary of Greek

  • 33διδασκαλία — Βλ. λ. διδακτική. * * * η (AM διδασκαλία) [διδάσκαλος] 1. μετάδοση γνώσεων, διδαχή 2. νουθεσία, υπόδειξη, δασκάλεμα αρχ. νεοελλ. 1. το σύνολο τών διδαγμάτων θρησκείας, επιστήμης ή φιλοσοφικού συστήματος («η χριστιανική διδασκαλία») 2. η… …

    Dictionary of Greek

  • 34λεκτός — ή, ό (Α λεκτός, ή, όν) [λέγω] αυτός που μπορεί να λεχθεί («ἀλλ ἔστ ἐκείνῳ πάντα λεκτά», Φίλ.) αρχ. 1. εκλεκτός, διαλεχτός («ἀλλ εὐσταλῆ τοι λεκτὸν ἀροῡμεν στόλον», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεκτόν α) έκφραση β) λέξη που έχει σημασία γ) στον… …

    Dictionary of Greek

  • 35μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… …

    Dictionary of Greek

  • 36μεταρρυθμίζω — (ΑΜ μεταρρυθμίζω) μεταβάλλω τον ρυθμό, τη μορφή, το σχήμα ή την τάξη, μετασχηματίζω, τροποποιώ, αναπλάθω, αναδιοργανώνω, αναμορφώνω (α. «οἱ παραλαβόντες διδαχῇ παρὰ Φοινίκων τὰ γράμματα, μεταρρυθμίσαντες σφέων ὀλίγα», Ηρόδ. β. «μεταρρυθμίζω την… …

    Dictionary of Greek

  • 37νουθέτηση — η (Α νουθέτησις) [νουθετώ] συμβουλή, παραίνεση («εὐχῇ θεὸν ἢ διδαχῇ καὶ νουθετήσει ἄνθρωπον», Πλάτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 38παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …

    Dictionary of Greek

  • 39συμβίβασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [συμβιβάζω] συμβιβασμός, συνδιαλλαγή, συμφιλίωση αρχ. 1. συμφωνία, συνένωση 2. προσφορά για συνδιαλλαγή 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «πεῑσις, πίστις» β) «διδαχή, διδασκαλία» …

    Dictionary of Greek

  • 40υπογραμμός — ο / ὑπογραμμός, ΝΜΑ [υπογράφω] 1. δείγμα για γραφή, υπόδειγμα 2. παράδειγμα, πρότυπο νεοελλ. φρ. «τύπος και υπογραμμός» (για πρόσ.) πρότυπο για μίμηση μσν. αρχ. διδαχή, μάθημα («ὑπογραμμὸν ἡμῑν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ σωτήρ, μὴ φρονεῑν ἐφ… …

    Dictionary of Greek