-
1 διδάσκω
[*][дидаско) р. обучать, преподавать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διδάσκω
-
2 преподавать
διδάσκω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преподавать
-
3 учить
учу, учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ученный βρ: учен-а, -оρ.δ.1. μ. μαθαίνω, διδάσκω, δασκαλεύω• εκπαιδεύω•учить читать ΐχαθαίνω ανάγνωση•
учить русскому языку μαθαίνω τη ρωσική γλώσσα•
учить детей танцевать μαθαίνω τα παιδιά χορό (να χορεύουν).
|| (για ζώα)• εξασκώ, εκγυμνάζω. || διδάσκω, κάνω (επαγγέλλομαι) το δάσκαλο•учить в средней школе διδάσκω στο μεσαίο σχολείο (μέση εκπαίδευση).
2. ορμηνεύω, συμβουλεύω, δασκαλεύω.3. τιμωρώ, σώφρων ίζω•муж жену -ил ο άντρας τη γυναίκα του τη σωφρώνισε.
4. αμ. διδάσκω•опыт учит терпеть η πείρα διδάσκει να κάνεις υπομονή.
5. μαθαίνω με επαναλήψεις•учить урок μαθαίνω το μάθημα•
учить стих наизусть μαθαίνω το ποίημα απ έξω (αποστήθιση).
μαθαίνω, διδάσκομαι•учить музыке μαθαίνω μουσική•
русскому языку μαθαίνω τη ρωσική γλώσσα•
учить играть в шахматы μαθαίνω να παίζω σκάκι.
-
4 преподавать
-даю, -дашь, προστκ. преподавай,επιρ. μτχ. преподавая ρ.δ.1. διδάσκω•преподавать студентам теоретическую механику διδάσκω στους φοιτητές θεωρητική μηχανική•
в институте διδάσκω στο Ινστιτούτο.
2. βλ. преподать.διδάσκομαι. -
5 заниматься
заниматься 1) (чём-л.) ασ χολούμαι \заниматься музыкой ασχο λούμαι με τη μουσική 2) (учи ться) σπουδάζω, μελετώ 3) (обучать) μαθαίνω, διδάσκω* * *1) (чем-л.) ασχολούμαιзанима́ться му́зыкой — ασχολούμαι με τη μουσική
2) ( учиться) σπουδάζω, μελετώ3) ( обучать) μαθαίνω, διδάσκω -
6 обучить
-
7 преподавать
-
8 проповедовать
-
9 учить
-
10 учить
учитьнесов1. (кого-л.) διδάσκω, μαθαίνω κάποιον, ἐκπαιδεύω·2. (изучать) μελετώ, μαθαίνω:\учить урок μαθαίνω τό μάθημα· \учить наизусть ἀποστηθίζω, μαθαίνω ἀπ' ἔξω·3. (развивать теорию) διδάσκω. -
11 обучать
εκπαιδεύω, διδάσκω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обучать
-
12 учить
1. (передавать кому-л. знания, навыки) διδάσκω, μαθαίνω 2. (наставлять, поучасть) συμβουλεύω, δασκαλεύω 3. (изучать, усваивать) μελετώ, μαθαίνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > учить
-
13 выучивать
выучиватьнесов, выучить сов.1. (запоминать что-л.) μαθαίνω, μανθάνω:\выучивать наизусть μαθαίνω ἀπ' Εξω, ἀποστηθίζω·2. (кого-л. чему-л.) μαθαίνω, διδάσκω; \выучивать ребенка читать μαθαίνω (или μανθάνω) τό παιδάκι νά διαβάζει. -
14 наутро
наутронареч τήν ἐπαύριο[ν], τήν ἐπο-Ν-νην πρωΐαν. г^Учить сов (кого-л. чему-л.) μαθαίνω, °«>άσκω:\наутро кого-л. греческому языку́ μα· θαίνω κάποιον ἐλληνικά, διδάσκω σέ κάποιον τήν ἐλληνική γλωσσά \наутроея διδάσκομαι, μανθάνω (άμετ.), μαθαίνω (άμετ.). -
15 образование
образовани||е Iс1. (действие) ἡ δια-μόρφωση [-ις], ὁ σχηματισμός / ἡ ἱδρυση [-ις] (государства и т. п.):\образование слов ὁ σχηματισμός λεξεων2. (результат) ἡ διαμόρφωση [-ις], ὁ σχηματισμός:вулканические \образованиея τά ἡφαιστειογενή στρώματα.образование IIс в разн. знач. ἡ ἐκ-παίδευση [-ις], ἡ μόρφωση [-ις]:начальное \образование ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευση· среднее \образование ἡ μέση ἐκπαίδευση· высшее \образование ἡ ἀνωτάτη ἐκπαίδευση· давать \образование ἐκπαιδεύω, διδάσκω, δίνω μόρφωση· получить \образование σπουδάζω, μορφώνομαι. -
16 обучать
обуч||атьнесов ἐκπαιδεύω, διδάσκω, μαθαίνω 0-е-.). -
17 преподаваниеть
преподавание||тьнесов διδάσκω, παραδίδω. -
18 обучать
[απουτσάτ'] ρ. εκπαιδεύω, διδάσκω, μαθαίνω -
19 учить
[ουτσίτ'] ρ. διδάσκω, μαθαίνω, μελετώ -
20 обучать
[απουτσάτ'] ρ εκπαιδεύω, διδάσκω, μαθαίνω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διδάσκω — διδάσκω, δίδαξα βλ. πίν. 25 Σημειώσεις: διδάσκω : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα (ο διδάσκων, η διδάσκουσα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διδάσκω — instruct pres subj act 1st sg διδάσκω instruct pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek
διδάσκω — δίδαξα, διδάχτηκα, διδαγμένος, μεταδίδω γνώσεις σε μαθητές, εκπαιδεύω, είμαι δάσκαλος: Διδάσκει το μάθημα της ηθικής στη φιλοσοφική σχολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεδιδαγμένα — διδάσκω instruct perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδιδαγμένᾱ , διδάσκω instruct perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδιδαγμένᾱ , διδάσκω instruct perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάξουσι — διδάσκω instruct aor subj act 3rd pl (epic) διδάσκω instruct fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διδάσκω instruct fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάξουσιν — διδάσκω instruct aor subj act 3rd pl (epic) διδάσκω instruct fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διδάσκω instruct fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάξω — διδάσκω instruct aor subj act 1st sg διδάσκω instruct fut ind act 1st sg διδάσκω instruct aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάσκεσθε — διδάσκω instruct pres imperat mp 2nd pl διδάσκω instruct pres ind mp 2nd pl διδάσκω instruct imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάσκετε — διδάσκω instruct pres imperat act 2nd pl διδάσκω instruct pres ind act 2nd pl διδάσκω instruct imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάσκῃ — διδάσκω instruct pres subj mp 2nd sg διδάσκω instruct pres ind mp 2nd sg διδάσκω instruct pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)