διδάξεις

  • 1διδάξεις — δίδαξις teaching fem nom/voc pl (attic epic) δίδαξις teaching fem nom/acc pl (attic) διδάσκω instruct aor subj act 2nd sg (epic) διδάσκω instruct fut ind act 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …

    Dictionary of Greek