δια-τρῡπάω
1διατετρυπημένον — διατετρῡπημένον , διά τρυπάω bore perf part mp masc acc sg (attic ionic) διατετρῡπημένον , διά τρυπάω bore perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic ionic) …
2διατετρυπημένην — διατετρῡπημένην , διά τρυπάω bore perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …
3διατετρυπῆσθαι — διατετρῡπῆσθαι , διά τρυπάω bore perf inf mp (attic ionic) …
4διατετρύπηται — διατετρύ̱πηται , διά τρυπάω bore perf ind mp 3rd sg (attic ionic) …