δια-τμήγω

  • 1αποτμήγω — ἀποτμήγω (Α) (επικ. τ. του αποτέμνω) αποκόπτω, αποχωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + τμήγω («κόπτω, σχίζω»), συνηθέστ. συνθ. με τις προθ. από και διά] …

    Dictionary of Greek