δια-πυκτεύω

  • 1πυκτεύω — και βοιωτ. τ. πουκτεύω Α [πύκτης] 1. μάχομαι ή αγωνίζομαι με κάποιον με την πυγμή, πυγμαχώ («πυκτεύουσι διὰ τὴν ἔριν ὅπου ἄν συμβάλωσι», Ξεν.) 2. είμαι πυγμάχος («πυκτεύειν καὶ παγκρατιάζειν», Πλάτ.) 3. χτυπώ κάποιον με την πυγμή («τίς εἰς σὸν… …

    Dictionary of Greek