δια-πτύσσω

  • 1πτύσσω — ΝΑ 1. διπλώνω, μαζεύω, τυλίγω (α. «πτύσσω τα ιστία» β. «πτυσσόμενα έπιπλα» γ. «καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτη», ΚΔ δ. «ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα», Ομ. Οδ.) 2. (μέσ. και παθ.) πτύσσομαι σχηματίζω πτυχώσεις, κάνω πτυχές νεοελλ …

    Dictionary of Greek

  • 2πτύξαγρις — και πύξαγρις, άγριδος, ὁ, Α είδος κάβουρα («διὰ τὸ τὰς πτυχὰς τῶν ὀστρείων ἀγρεύειν», Ζωναρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτύξ (< πτύσσω) + ἄγρα «καταδίωξη και σύλληψη ζώων, θήραμα, αλίευμα»] …

    Dictionary of Greek