δια-πρέπω
1μεταπρεπής — μεταπρεπής, ές (Α) αυτός που διαπρέπει μεταξύ άλλων, διακεκριμένος, ξεχωριστός («ἄφθιτον ἀστερόεντα, μεταπρεπέ ἀθανάτοισιν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο πρεπής, δια πρεπής] …
2περιπρεπής — ές, Μ διαπρεπής, άριστος, έξοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. δια πρεπής] …
3prep- — prep English meaning: to come in sight Deutsche Übersetzung: “in die Augen fallen; Erscheinung, Gestalt” Material: Arm. erevim “werde visible, erscheine”, erevak ‘shape, Bild, mark, token, sign”, eres (*prep s ), mostly pl. eresk” …