δια-πέρθω

  • 1πέρθω — Α (ποιητ. τ.) 1. (σχετικά με πόλεις) ερημώνω, αφανίζω και, κυρίως, καταλαμβάνω επιφέροντας καταστροφές, διαπράττοντας λεηλασίες ή αιχμαλωτίζοντας ανθρώπους («ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με πρόσ.) θανατώνω 3. μτφ.… …

    Dictionary of Greek