δια-γνώμη

  • 51μεταδοξάζω — (Α) [δοξάζω] αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω φρόνημα («ἐγώ ἴσως διὰ τὴν ἡλικίαν πολλάκις ἀμφότερα μεταδοξάζω», Πλάτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 52πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… …

    Dictionary of Greek

  • 53πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …

    Dictionary of Greek

  • 54στιγματίζω — ΝΜΑ [στίγμα, ατος] 1. δημιουργώ στίγματα με εγχάραξη ή με έγκαυση, σημαδεύω κάτι με στίγματα 2. μτφ. εγχαράσσω ηθικά στίγματα, κηλιδώνω, λερώνω (α. «στιγμάτισε με τη συμπεριφορά του το όνομα τής οικογένειας» β. «ὁ διὰ τοῡ βίου κηλίδων τὴν ψυχὴν… …

    Dictionary of Greek

  • 55συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… …

    Dictionary of Greek

  • 56συναρπάζω — ΝΜΑ [ἁρπάζω] μτφ. προκαλώ έντονη συγκίνηση ή γοητεία σε κάποιον, τόν καταγοητεύω (α. «συναρπάζει τα πλήθη με την ευγλωττία του» β. «οἷς πᾱσι τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῡ σχηματισμοῡ συναρπάσας ᾤχετο») νεοελλ. μέσ. συναρπάζομαι α) καταγοητεύομαι β)… …

    Dictionary of Greek

  • 57υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… …

    Dictionary of Greek

  • 58όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… …

    Dictionary of Greek

  • 59Αντιφάτης ή Αντιφάτας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Πολεμιστής της Τροίας ο οποίος σκοτώθηκε από τον γιο του Πειριθόου Πολυποίτη. 2. Γιος του Ποσειδώνα, βασιλιάς των Λαιστρυγόνων όταν έφτασε εκεί ο Οδυσσέας. Ο Α. έφαγε έναν από τους συντρόφους του Οδυσσέα και… …

    Dictionary of Greek

  • 60Βεελζεβούλ ή Βεελζεβούβ — Θεός της πόλης των Φιλισταίων Ακκαρών στην Παλαιστίνη. Το όνομα Β. προέρχεται από τις εβραϊκές λέξεις Βάαλ, ζεβούλ (κύριος των μυγών) και αντιστοιχούσε προς τον Δία Απομυΐον (που απομακρύνει τις μύγες) των αρχαίων. Αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη… …

    Dictionary of Greek