δια-βήτης

  • 1αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ …

    Dictionary of Greek

  • 2πυριβήτης — ὁ, Α αυτός που στέκεται στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βήτης (< θ. βη τού βαίνω, πρβλ. βῆ μα), πρβλ. δια βήτης, εμπυρι βήτης] …

    Dictionary of Greek

  • 3Diabetes mellitus — Saltar a navegación, búsqueda Diabetes mellitus Clasificación y recursos externos Aviso médico …

    Wikipedia Español