διαίτησις
1διαίτησις — way of life fem nom sg …
2διαιτήσει — διαίτησις way of life fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαιτήσεϊ , διαίτησις way of life fem dat sg (epic) διαίτησις way of life fem dat sg (attic ionic) διαιτάω treat aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) διαιτάω treat fut ind mid 2nd sg… …
3διαιτήσεις — διαίτησις way of life fem nom/voc pl (attic epic) διαίτησις way of life fem nom/acc pl (attic) διαιτάω treat aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) διαιτάω treat fut ind act 2nd sg (attic ionic) διαιτέω turn by entreaty aor subj act 2nd sg (epic) …
4διαιτήσιος — διαίτησις way of life fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
5διαίτησιν — διαίτησις way of life fem acc sg διαιτάω treat pres ind act 3rd sg …
6δίαιτα — Ονομασία των συνελεύσεων ορισμένων γερμανικών λαών (Φράγκων, Λογγοβάρδων κλπ.) και αργότερα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες λάμβαναν τις σοβαρότερες αποφάσεις για τη ζωή του κράτους (πόλεμος, ειρήνη, νόμοι, εκλογή βασιλιάδων κλπ.).… …
7διαιτήσεων — διαιτήσεω̆ν , διαίτησις way of life fem gen pl …
8διαιτήσεως — διαιτήσεω̆ς , διαίτησις way of life fem gen sg (attic) …
9διαιτήσῃ — διαιτήσηι , διαίτησις way of life fem dat sg (epic) διαιτάω treat aor subj mid 2nd sg (attic ionic) διαιτάω treat aor subj act 3rd sg (attic ionic) διαιτάω treat fut ind mid 2nd sg (attic ionic) διαιτέω turn by entreaty aor subj mid 2nd sg… …