διαχώρησις
1διαχώρησις — διαχώρησις, η (AM) κένωση, αποπάτηση μσν. χωρητικότητα («ἡ κοιλότης καὶ διαχώρησις τοῡδέ τινος σκεύους», Θωμάς ο Μάγιστρος) …
2διαχώρησις — excretion fem nom sg …
3διαχωρήσει — διαχώρησις excretion fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαχωρήσεϊ , διαχώρησις excretion fem dat sg (epic) διαχώρησις excretion fem dat sg (attic ionic) διαχωρέω pass through aor subj act 3rd sg (epic) διαχωρέω pass through fut ind mid 2nd sg… …
4διαχωρήσεις — διαχώρησις excretion fem nom/voc pl (attic epic) διαχώρησις excretion fem nom/acc pl (attic) διαχωρέω pass through aor subj act 2nd sg (epic) διαχωρέω pass through fut ind act 2nd sg διαχωρέω pass through aor subj act 2nd sg (epic) διαχωρέω pass… …
5διαχωρήσεσι — διαχώρησις excretion fem dat pl …
6διαχωρήσεσιν — διαχώρησις excretion fem dat pl …
7διαχωρήσιας — διαχώρησις excretion fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …
8διαχωρήσιες — διαχώρησις excretion fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …
9διαχωρήσιος — διαχώρησις excretion fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
10διαχώρησιν — διαχώρησις excretion fem acc sg …
- 1
- 2