διαχείριση

  • 81καθολικός — ή, ό (AM καθολικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.) 2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς… …

    Dictionary of Greek

  • 82καθολικότητα — η (Α καθολικότης) νεοελλ. η ιδιότητα τού καθολικού, η γενικότητα αρχ. το αξίωμα και υπούργημα τού καθολικού* στην ελλ. Αίγυπτο, η διαχείριση, η διοίκηση τών κρατικών γαιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός. Με τη νεοελλ. σημασία η λ. είναι απόδοση στην… …

    Dictionary of Greek

  • 83καμαράσης — και καμαράσιος, ὁ (Μ) 1. (επί φραγκοκρατίας) ο έφορος τών ηγεμονικών αυλών, τού οποίου έργο ήταν η διαχείριση τού ηγεμονικού κιβωτίου, θησαυροφύλακας 2. ο φύλακας τού πατριαρχικού κελλιού στα Ιεροσόλυμα, ο οποίος είχε και την εποπτεία τών… …

    Dictionary of Greek

  • 84κασιέρης — ο αυτός που έχει τη διαχείριση τής κάσας (II), τού χρηματοκιβωτίου, τού ταμείου, ο ταμίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cassiere] …

    Dictionary of Greek

  • 85κατάχρηση — Όρος του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος έχει πολλές έννοιες. Στο διοικητικό δίκαιο, η κ. εξουσίας αποτελεί λόγο ακύρωσης των διοικητικών πράξεων. Στο αστικό δίκαιο (άρθρο 281 Α.Κ.) υφίσταται κ. εξουσίας, όταν ένα δικαίωμα ασκείται… …

    Dictionary of Greek

  • 86κληρικαλισμός — Πολιτική τάση που υποστηρίζει και επιδιώκει την ανάδειξη της Εκκλησίας και του κλήρου σε ηγετική δύναμη της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής μιας χώρας. Ονομάζεται και κληροκρατία. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν τη συμμετοχή του κλήρου στα …

    Dictionary of Greek

  • 87κολεκτίβα — η 1. ομάδα ανθρώπων που μετέχουν από κοινού στην παραγωγή, διαχείριση και απολαυή υλικών αγαθών 2. σύνολο ανθρώπων που μετέχουν από κοινού στην εκτέλεση ενός έργου ή στην εκλήρωση μιας προσπάθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 88κρατικός — ή, ό [κράτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κράτος («κρατικά ιδρύματα») 2. αυτός που διενεργείται από το κράτος ή εξ ονόματος ή για λογαριασμό τού κράτους («κρατικός διαγωνισμός») 3. φρ. «κρατικός καπιταλισμός» κατά τη μαρξιστική… …

    Dictionary of Greek

  • 89κυβέρνημα — το [κυβερνώ] 1. η διακυβέρνηση πλοίου με το πηδάλιο 2. μέριμνα για την οικονομική διαχείριση και συντήρηση τού σπιτιού …

    Dictionary of Greek

  • 90κυβέρνια — τα [κυβερνώ] 1. η διαχείριση τών υποθέσεων τού σπιτιού 2. ο πορισμός τών προς το ζην 3. οι προμήθειες τροφίμων που υπάρχουν στο σπίτι, ιδίως σε αγροτικές οικογένειες …

    Dictionary of Greek