διαχείριση

  • 71επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… …

    Dictionary of Greek

  • 72επιτετραμμένος — η, ο [επιτρέπω] (μτχ. παθ. παρακμ. τού επιτρέπω) 1. αυτός που επιτρέπεται, ο θεμιτός, ο μη απαγορευμένος 2. αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί με κοινή αναγνώριση ένα έργο κοινωνικού ενδιαφέροντος (α. «οι επιτετραμμένοι τής τάξεως» β. «ο… …

    Dictionary of Greek

  • 73επιχειρηματικός — ή, ό (Α ἐπιχειρηματικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διεύθυνση και διαχείριση επιχειρήσεων («ο επιχειρηματικός κόσμος τής χώρας», «επιχειρηματική δραστηριότητα, κίνηση» κ.λπ.) 2. ο ικανός να διευθύνει επιχείρηση… …

    Dictionary of Greek

  • 74ευεργέτημα — Το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, η χάρη, μια ωφέλιμη και γενικά καλή πράξη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη νομική γλώσσα αλλά με διαφορετικές έννοιες, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στο μεσαιωνικό δίκαιο ο όρος ε. δήλωνε την παραχώρηση της κάρπωσης… …

    Dictionary of Greek

  • 75εύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός (405; – 330; π.Χ.). Ήταν συντηρητικών αρχών και έγινε γνωστός κυρίως για την πολυετή διαχείριση των οικονομικών των Αθηνών, τα οποία διηύθυνε από το 355 με εξαιρετική ικανότητα. Απέκτησε μεγάλη… …

    Dictionary of Greek

  • 76ηνίο — το (AM ἡνίον, Α δωρ. τ. ἁνίον) συν. στον πληθ. τα ηνία επιμήκεις δερμάτινοι ιμάντες που αποτελούν μέρος τού χαλινού και τής παραχαλινίδας τού αλόγου, κν. γκέμια νεοελλ. 1. μτφ. διαχείριση, διακυβέρνηση, χειρισμός («τα ηνία τού κράτους») 2. (στον… …

    Dictionary of Greek

  • 77ηνιοχεία — η (Α ἡνιοχεία) [ηνίοχος] 1. το έργο τού ηνιόχου, το να οδηγεί κάποιος άρμα με ηνία 2. μτφ. διακυβέρνηση, διαχείριση, χειρισμός («ἡ τῆς μηχανῆς αυτῆς ἡνιοχεία καὶ κυβέρνησις», Πλούτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 78ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… …

    Dictionary of Greek

  • 79ιερόθεος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μητροπολίτης Μονεμβασίας (16ος αι.). Ήταν μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και δάσκαλος του πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, τον οποίο υπερασπίστηκε με σθένος στα χρόνια του διωγμού του. Όταν το 1579 …

    Dictionary of Greek

  • 80ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… …

    Dictionary of Greek