διαχείριση

  • 61διαπίστευση — η 1. το να ανατεθεί σε κάποιον η φύλαξη και διαχείριση πραγμάτων ή χρημάτων 2. ο επίσημος ορισμός διπλωματικού εκπροσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διαπίστευσις μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Αιών] …

    Dictionary of Greek

  • 62διαπιστεύομαι — (Α διαπιστεύω) νεοελλ. 1. διορίζομαι ως διπλωματικός εκπρόσωπος σε ξένη χώρα 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαπεπιστευμένος, η, ο αυτός ο οποίος έχει ανατεθεί από το κράτος ή την υπηρεσία σε αρμόδιο υπάλληλο 3. το αρσ. ως ουσ. ο διπλωματικός εκπρόσωπος… …

    Dictionary of Greek

  • 63διαχειρισμός — διαχειρισμός, ο (Α) 1. διαχείριση* 2. μεταχείριση, χειρισμός …

    Dictionary of Greek

  • 64διαχειριστής — ο (θηλ. ίστρια) 1. αυτός που διαχειρίζεται κάτι, ιδίως ξένη περιουσία 2. υπάλληλος επιφορτισμένος με τη διαχείριση χρημάτων ή υλικού …

    Dictionary of Greek

  • 65διαχειριστικόν — διαχειριστικόν, το (Α) πληρωμή προμήθειας για τη διαχείριση σιταριού …

    Dictionary of Greek

  • 66διαχειριστικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με τον διαχειριστή ή τη διαχείριση …

    Dictionary of Greek

  • 67διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …

    Dictionary of Greek

  • 68ελεγκτής — ο (Α ἐλεγκτής) νεοελλ. υπάλληλος αρμόδιος να ελέγχει τη διαχείριση, τα πεπραγμένα άλλων υπαλλήλων («εφορειακός ελεγκτής, τελωνειακός κ.λπ.») αρχ. ο ελεγκτήρ …

    Dictionary of Greek

  • 69ενιαίος — α, ο (AM ἑνιαῑος, α, ον) αυτός που αποτελεί μια ενότητα, ένα όλον, που περιλαμβάνεται σε μια ενότητα, ο μοναδικός, ο απλός, σε αντιδιαστολή με τον πολλαπλό, τον πολυμερή («ενιαία διοίκηση», «ενιαίο μέτωπο», «ενιαία διαχείριση») μσν. το ουδ. ως… …

    Dictionary of Greek

  • 70επικήρυξη — Η προκήρυξη χρηματικής αμοιβής με πράξη της πολιτείας, για τη σύλληψη, την ανακάλυψη ή και τον φόνο προσώπων επικίνδυνων για τη δημόσια ασφάλεια. Η ε. εκδίδεται στην Ελλάδα με προεδρικό διάταγμα, που προκαλείται από τον υπουργό των Εσωτερικών… …

    Dictionary of Greek