διαχείριση

  • 11επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… …

    Dictionary of Greek

  • 12εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …

    Dictionary of Greek

  • 13αστοί — Στον Μεσαίωνα ονομάζονταν α. (burgenses, bourgeois)αρχικά οι κάτοικοι των αστικών οικισμών (γαλλ. bourg, γερμ. burg, ιταλ. borgo), οι οποίοι συγκροτούσαν τις μεσαιωνικές πόλεις. Από την εποχή αυτή έχουν μείνει τα τοπωνύμια πολλών σύγχρονων πόλεων …

    Dictionary of Greek

  • 14Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 15Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 16αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …

    Dictionary of Greek

  • 17αυτονομία — Όρος που χρησιμοποιείται κατά κανόνα ως συνώνυμος της αυτάρκειας και της μη εξάρτησης. Στα νομοθετικά κείμενα και στο λεξιλόγιο των πολιτικών συγγραφέων η λέξη α. δεν έχει ακριβολογημένη νομική έννοια και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τομείς… …

    Dictionary of Greek

  • 18δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …

    Dictionary of Greek

  • 19δημοσιονομικός — ή, ό Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημοσιονομία ή στον δημοσιονόμο 2. φρ. α) «δημοσιονομικές λειτουργίες» οι διοικητικές κρατικές λειτουργίες που είναι αρμόδιες για την είσπραξη και τη λογιστική διαχείριση τών δημόσιων εσόδων και για τη …

    Dictionary of Greek

  • 20διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …

    Dictionary of Greek