διαχαράξῃ
1διαχάραξη — η (Α διαχάραξις) διάσχιση, διάνοιξη αυλακιών με αιχμηρό όργανο νεοελλ. οροθέτηση, καθορισμός τών ορίων ενός τόπου …
2διαχαράξῃ — διαχαράξηι , διαχάραξις cleaving fem dat sg (epic) διαχαράσσω sever aor subj mid 2nd sg διαχαράσσω sever aor subj act 3rd sg διαχαράσσω sever fut ind mid 2nd sg …