διαφυή
1διαφυή — διαφυή, η (Α) 1. φυσικό χώρισμα, άρθρωση, ραφή 2. διάκριση 3. χώρισμα (όπως στα κάστανα) 4. χώρισμα στα δόντια 5. στρώμα ή φλέβα στη γη, σε πέτρα κ.λπ. 6. καλάθι πλεγμένο με κόμβους …
2διαφυή — natural break fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3διαφυῇ — διαφύομαι germinate aor subj pass 3rd sg διαφυή natural break fem dat sg (attic epic ionic) …
4διαφυαί — διαφυή natural break fem nom/voc pl …
5διαφυῆς — διαφυή natural break fem gen sg (attic epic ionic) …
6διαφυήν — διαφυή natural break fem acc sg (attic epic ionic) …
7διαφυάς — διαφρυάς, η (Α) διαφυή* …
8διαφυάς — fem nom sg διαφυά̱ς , διαφυή natural break fem acc pl …