διαφορήσῃ

  • 1διαφόρηση — η (Α διαφόρησις) 1. διασπορά, σκόρπισμα 2. άφθονη εφίδρωση αρχ. 1. αρπαγή, κλέψιμο 2. εξάτμιση, διάλυση 3. εξάντληση 4. αμφιβολία, ενδοιασμός, αμηχανία …

    Dictionary of Greek

  • 2διαφορήσῃ — διαφορήσηι , διαφόρησις plundering fem dat sg (epic) διαφορέω spread abroad aor subj mid 2nd sg διαφορέω spread abroad aor subj act 3rd sg διαφορέω spread abroad fut ind mid 2nd sg διαφορέω spread abroad aor subj mid 2nd sg διαφορέω spread abroad …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3διαφορητικός — ή, ό (Α διαφορητικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί διαφόρηση*, εφίδρωση αρχ. 1. αυτός που διασκορπίζει («δύναμις διαφορητικὴ οἰδημάτων», Διοσκουρίδης) 2. αυτός που έχει εφίδρωση …

    Dictionary of Greek