διαυγής
1διαυγής — translucent masc/fem nom sg …
2διαυγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. διάφανος, καθαρός: Το νερό της πηγής ήταν διαυγές. 2. σαφής, ειλικρινής: Τον εμπιστεύομαι, γιατί ο λόγος του είναι διαυγής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3διαυγής — ές (ΑΝ) 1. (για νερό) διαφανής, καθαρός 2. (για λόγο) σαφής, ευκρινής 3. (για νου) οξυδερκής 4. (για μέταλλα) φεγγοβόλος, ακτινοβόλος 4. (για ψυχή) αγνός, καθαρός …
4διαυγῆ — διαυγής translucent neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διαυγής translucent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διαυγής translucent masc/fem acc sg (attic epic doric) …
5διαυγέστερον — διαυγής translucent adverbial comp διαυγής translucent masc acc comp sg διαυγής translucent neut nom/voc/acc comp sg …
6διαυγεστάτων — διαυγής translucent fem gen superl pl διαυγής translucent masc/neut gen superl pl …
7διαυγέα — διαυγής translucent neut nom/voc/acc pl (epic ionic) διαυγής translucent masc/fem acc sg (epic ionic) …
8διαυγές — διαυγής translucent masc/fem voc sg διαυγής translucent neut nom/voc/acc sg …
9διαυγέστατα — διαυγής translucent adverbial superl διαυγής translucent neut nom/voc/acc superl pl …
10διαυγέστατον — διαυγής translucent masc acc superl sg διαυγής translucent neut nom/voc/acc superl sg …