διαυγής

  • 91λευκαίνω — (AM λευκαίνω) [λευκός] 1. κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω (α. «οι καθαροί λευκαίνονται αιθέριοι κάμποι», Κάλβ. β. «ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ. γ. «ἡ δὲ χροιὰ τοῡ σώματος οὔτε πρὸς τὸ θηλυπρεπὲς ἐλευκαίνετο, οὔτε πρὸς τὸ μελάντερον… …

    Dictionary of Greek

  • 92λυχναίος — λυχναῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λυχνία 2. λυχνεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος. Ο Ησύχιος παραδίδει μια γλώσσα λυχναῖος και λυχνεύς «ο διαυγής λίθος», που αναφέρεται σε ένα είδος διαφανούς και διαυγούς πάριου μαρμάρου] …

    Dictionary of Greek

  • 93μεταλλικός — ή, ό (Α μεταλλικός, ή, όν) [μέταλλο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέταλλο ή μοιάζει με μέταλλο («μεταλλική λάμψη») 2. κατασκευασμένος ή παρασκευασμένος από μέταλλο (α. «μεταλλικά έπιπλα» β. «μεταλλικά νομίσματα» γ. «μεταλλικά φάρμακα»,… …

    Dictionary of Greek

  • 94νεφελοειδής — ές (ΑΜ νεφελοειδής, ές) 1. αυτός που μοιάζει με νεφέλη, ο νεφελώδης 2. (για ούρα) θολός, σκοτεινός, μη διαυγής, αυτός που παρουσιάζει νεφέλιο νεοελλ. φρ. α) «νεφελοειδείς αστέρες» αστρον. τα νεφελώματα β) «πλανητικοί νεφελοειδείς» (ενν. αστέρες)… …

    Dictionary of Greek

  • 95ξάστερος — και ξέστερος, η, ο 1. (για τον ουρανό) έναστρος ή ανέφελος, αίθριος 2. διαυγής, καθαρός 3. μτφ. ειλικρινής, άδολος, σαφής. επίρρ... ξάστερα και ξέστερα 1. καθαρά, σαφώς 2. χωρίς υποκρισία, ειλικρινά, ανυπόκριτα, σταράτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη… …

    Dictionary of Greek

  • 96ξαστερώνω — και ξεστερώνω [ξάστερος] 1. (για τον ουρανό) γίνομαι αίθριος και έναστρος, αιθριάζω 2. γίνομαι διαυγής, ξάστερος, καθαρός …

    Dictionary of Greek

  • 97ξεθολώνω — 1. καθιστώ διαυγές κάτι που πριν ήταν θολό, διαυγάζω 2. γίνομαι διαυγής από θολός («ξεθόλωσε το κρασί) 3. μτφ. ξεζαλίζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 98ξεκάθαρος — η, ο 1. πολύ καθαρός 2. σαφής, κατανοητός 3. μτφ. διάφανος, διαυγής. επίρρ... ξεκάθαρα σαφέστατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ξεκαθαρίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 99ξελαγαρίζω — 1. λαγαρίζω, ξεκαθαρίζω κάτι 2. αποκτώ διαύγεια, καθίσταμαι καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + λαγαρίζω «καθαρίζω, γίνομαι διαυγής»] …

    Dictionary of Greek

  • 100ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …

    Dictionary of Greek