διαυγής

  • 81κρυσταλλένιος — α, ο (Μ κρυσταλλένιος, α, ο) 1. αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο, κρυστάλλινος 2. διαυγής, διαφανής, λαμπρός 3. δροσερός, χιονάτος 4. κατασκευασμένος από κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + κατάλ. ένιος (πρβλ. βελουδ ένιος, μενεξεδ ένιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 82κρυσταλλώδης — ες (AM κρυσταλλώδης, ῶδες) [κρύσταλλος] κρυσταλλοειδής, αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή με πάγο μσν. αρχ. (για νερό) διαυγής, καθαρός …

    Dictionary of Greek

  • 83κρύσταλλο — το (Μ κρύσταλο[ν]) 1. κρύσταλλος 2. πάγος, κομμάτι πάγου 3. καθεμιά από τις μικρές στήλες πάγου σε σχήμα σταλακτίτη που δημιουργούνται τον χειμώνα στις παρυφές τής υδρορροής τών σπιτιών 4. μτφ. α) διαυγής, διαφανής, λαμπρός β) κρύος, παγωμένος… …

    Dictionary of Greek

  • 84λαγαρίζω — (Μ λαγαρίζω) [λαγαρός] καθιστώ κάτι διαυγές και καθαρό, καθαρίζω κάτι από ξένες ουσίες, ραφινάρω, λαμπικάρω νεοελλ. 1. (για υγρό) γίνομαι διαυγής 2. (σχετικά με λογαριασμούς) κάνω εκκαθάριση, εκκαθαρίζω, ξεκαθαρίζω …

    Dictionary of Greek

  • 85λαγαρός — ή, ό θηλ. και ά (AM λαγαρός, ά, όν) 1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαρά οι λαγόνες, τα μαλακά μέρη τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν… …

    Dictionary of Greek

  • 86λαμπικάρω — και λαμπικαρίζω [λαμπίκος] 1. αποστάζω με τον άμπικα, με τον λαμπίκο 2. καθιστώ κάτι διαυγές, διυλίζω («λαμπικαρισμένο πετρέλαιο») 3. γίνομαι διαυγής 4. καθαρίζω («μού λαμπικάριζε τα μάτια, μού ακόνιζε το μυαλό», Βάρν.) …

    Dictionary of Greek

  • 87λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …

    Dictionary of Greek

  • 88λαμυρός — λαμυρός, ά, όν (Α) 1. γεμάτος αβύσσους, χαώδης («λαμυρὰ θάλασσα», Μέγα Ετυμολογικόν) 2. λαίμαργος, αδηφάγος («γάστριν καλοῡσι καὶ λαμυρὸν ὅς ἄν φάγη ἡμῶν τι τούτων», Αντιφάν.) 3. θρασύς, αναιδής 4. (για γυναίκα) φιλάρεσκη 5. (με καλή σημ.) κομψός …

    Dictionary of Greek

  • 89λαρυγγίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα. Παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, που γενικά διακρίνονται σε οξείες, χρόνιες, συρίττουσες, διφθεριτικές, φυματιώδεις και χρόνιες ατροφικές λ. Η οξεία λ. μπορεί να είναι βακτηριακής ή ερεθιστικής αιτιολογίας… …

    Dictionary of Greek

  • 90λευκάς — λευκάς, άδος, ἡ (Α) [λευκός] 1. (ως θηλ. τού λευκός) λευκή («λευκὰς χαίτη», Νόνν.) 2. φύλλο φοινικιάς 3. ονομασία διαφόρων φυτών («λευκὰς ὀρεινή» Διοσκ.) 4. φρ. α) «Λευκάς πέτρη» ή, απλώς, «Λευκάς» ονομασία διαφόρων βράχων ή ακρωτηρίων β) «λευκάς …

    Dictionary of Greek