διαυγής

  • 51ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …

    Dictionary of Greek

  • 52απαραπόδιστος — ἀπαραπόδιστος, ον (Α) [παραποδίζω] 1. απαλλαγμένος από εμπόδιο ή δυσκολία, ανεμπόδιστος 2. διαυγής, καθαρός …

    Dictionary of Greek

  • 53αποκατασταλάζω — 1. (για θολά υγρά) κατασταλάζω, γίνομαι διαυγής 2. καταπαύω, σταματώ κάτι 3. εγκαθίσταμαι οριστικά κάπου ύστερα από πολλές περιπέτειες …

    Dictionary of Greek

  • 54αστραφτερός — ή, ό 1. αυτός που αστράφτει, που λαμποκοπάει 2. (για νερό) ο καθαρός, ο διαυγής …

    Dictionary of Greek

  • 55αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… …

    Dictionary of Greek

  • 56βλαβεραυγής — ( οῡς), ές (Α) αυτός που προκαλεί βλάβη με τη λάμψη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαβερός + αυγής < *αύγος, αυγή (πρβλ. ανταυγής, διαυγής, τηλαυγής κ.ά.)] …

    Dictionary of Greek

  • 57γάργαρος — η, ο (Μ γάργαρος, ον) [γαργαρίζω] (για ήχο) καθαρός, κρυστάλλινος, μεταλλικός νεοελλ. 1. (για τρεχούμενο νερό) ο διαυγής, ο ολοκάθαρος που τρέχει κελαρύζοντας 2. ο λαμπερός («γάργαρο φεγγάρι», «γάργαρα χρώματα») …

    Dictionary of Greek

  • 58γαργαριστός — ή, ό [γαργαρίζω] 1. (για τρεχούμενα νερά) ο γάργαρος, ο διαυγής 2. (για ήχο) α) ο καθαρός, ο μεταλλικός β) ο βροντερός …

    Dictionary of Greek

  • 59δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …

    Dictionary of Greek

  • 60διάσημος — η, ο (AM διάσημος, ον) 1. ξακουστός, περίφημος, ονομαστός, περιώνυμος 2. (στον πληθ. ως ουσ.) τα διάσημα διακριτικά βαθμός, αξιώματος κ.λπ. (γαλόνια, σειρήτια, αστέρια, παράσημα, μετάλλια κ.ά.) αρχ. 1. καταφανής, διαυγής, σαφής 2. (για ήχο)… …

    Dictionary of Greek