διαυγής
111Κονστάν, Μπενζαμέν — I (Henri Benjamin Constant de Rebecque, Λoζάνη 1767 – Παρίσι 1830). Γάλλος πολιτικός και συγγραφέας, ελβετικής καταγωγής. Σπούδασε σε γερμανικά και αγγλικά πανεπιστήμια. Μετά τη Γαλλική επανάσταση, την οποία αναγνώρισε ως θετικό ιστορικό γεγονός …
112Μέγκιος — (κινεζικά Μενγκ K’ ο ή Μενγκ Τσε, εκλατινισμένος τύπος Mencius και εξελληνισμένος Μέγκιος, Τσόου, Σαντούνγκ 372 – 288 π.Χ.). Κινέζος φιλόσοφος. Ο εκλατινισμός του ονόματός του οφείλεται στους πρώτους ιησουίτες ιεραποστόλους που έφτασαν στην Κίνα …
113Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …
114Σογίνκα, Γόουλ — (Soyinka). Νιγηριανός συγγραφέας αγγλικής γλώσσας (Αμπεοκούτα, Νιγηρία 1934). Βραβεύτηκε από το Πανεπιστήμιο του Ιμπαντάν της Νιγηρίας και ύστερα από το Πανεπιστήμιο του Λιντς της Αγγλίας. Παρακολούθησε μαθήματα δραματικής τέχνης στο Θέατρο της… …
115ԱԿԱՆԱԿԻՏ — ( ) NBH 1 0022 Chronological Sequence: 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 14c ա. Վճիտ եւ մաքուր՝ փայլուն իբրեւ զականս. կամ պայծառ իբր յաղբերականց կիտեալ. յստակ. անխառն. զուտ, փայլուն .... ըստ յն. լուսանշոյլ կամ յստակափայլ. διαυγής, διαυγέστατος pellucidus …
116ՃԱՃԱՆՉԵՂ — ( ) NBH 2 0168 Chronological Sequence: 8c, 10c, 12c ա. φανότατος, διαυγής lucidissimus, resplendens, impidus. Կարի ճաճանչաւոր. ճաճանչաւէտ. փայլուն յոյժ. լուսացնցուղ. բազմապայծառ. *Լուսափայլեալ զճաճանչեղն լոյսն աստուածպետականին ճառագայթի. Դիոն.… …
117γάργαρος — η, ο 1. ο κελαρυστός, ο καθαρός, ο διαυγής: Γάργαρο ρυάκι. 2. μτφ.: Γάργαρο γέλιο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
118θολός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν είναι διαυγής: Θολό νερό. – Θολό κρασί. 2. θαμπός: Θολό τζάμι. 3. σκοτεινός: Θολός ουρανός. 4. φρ., «Ψαρεύει στα θολά», ενεργεί ύποπτα. ο μελάνι που χύνουν οι σουπιές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
119καθάριος — α, ο επίρρ. α 1. καθαρός, παστρικός: Σήμερα φόρεσε καθάριο πουκάμισο. 2. διαυγής: Καθάριος ουρανός αστραπές δε φοβάται …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
120καθαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. παστρικός, αλέρωτος: Πρέπει να διατηρούμε το σώμα μας καθαρό. 2. ανόθευτος, αγνός, αμιγής: Αυτό είναι καθαρό οινόπνευμα. 3. διαυγής, αίθριος: Σήμερα έχουμε καθαρό ουρανό. 4. αυτός που αγαπάει την καθαριότητα: Ο μάγειρας που… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)