διατᾰράσσω

  • 121ξεσηκώνω — 1. απομακρύνω κάποιον ασκώντας πίεση, εξαναγκάζω κάποιον να φύγει βιαστικά από τον τόπο όπου βρίσκεται 2. (ιδίως σχετικά με σχέδιο ή εικόνα) αναπαριστάνω, αντιγράφω πιστά το πρωτότυπο με τη βοήθεια ημιδιαφανούς χαρτιού, ξεπατηκώνω 3. διαταράσσω,… …

    Dictionary of Greek

  • 122ξεχαρβαλώνω — 1. διαλύω με άτεχνο τρόπο αντικείμενο στα μέρη από τα οποία απαρτίζεται έτσι ώστε να μην ξαναφτειάχνεται 2. μέσ. ξεχαρβαλώνομαι εξαρθρώνομαι λόγω παλαιότητας ή κακού χειρισμού, δυσλειτουργώ, λειτουργώ κακώς 3. μτφ. διαταράσσω τον κανονικό ρυθμό… …

    Dictionary of Greek

  • 123παρακινώ — παρακινῶ, έω, ΝΜΑ συμβουλεύω και συγχρόνως ενθαρρύνω κάποιον να κάνει κάτι, παρορμώ, ερεθίζω, εξωθώ, παροτρύνω αρχ. 1. διαταράσσω, συγχέω 2. διαταράσσομαι, θολώνομαι 3. εγείρω ταραχές, σχηματίζω φατρίες, ενεργώ εναντίον καθεστώτων 4. κινώ σφοδρώς …

    Dictionary of Greek

  • 124παρασαλεύω — ΜΑ 1. διασείω, κουνώ μέχρι τα θεμέλια, υποσκάπτω 2. μτφ. παραβαίνω, παραβιάζω, υπονομεύω («παρασαλεύω νόμους παλαιούς», Φιλ.) (μον.) παθ. παρασαλεύομαι σείομαι από τα θεμέλια, διασείομαι αρχ. διαταράσσω, διακόπτω, ματαιώνω συμφωνία …

    Dictionary of Greek

  • 125παρενοχλώ — παρενοχλῶ, έω ΝΑ ενοχλώ κάποιον, διαταράσσω την ησυχία του, τόν αποσπώ από αυτό με το οποίο ασχολείται νεοελλ. στρ. «παρενοχλώ τον εχθρό» ενοχλώ τον εχθρό με συνεχείς μικρές επιθέσεις ή αιφνιδιασμούς αρχ. 1. βλάπτω με έμμεσο τρόπο τα συμφέροντα… …

    Dictionary of Greek

  • 126προδιασαλεύω — Α τραντάζω, ταρακουνώ από τα θεμέλια προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασαλεύω «τραντάζω, διαταράσσω»] …

    Dictionary of Greek

  • 127προεπιταράσσω — Α αναταράσσω προηγουμένως, προκαλώ προηγουμένως αναταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπιταράσσω «ταράσσω, διαταράσσω»] …

    Dictionary of Greek

  • 128προσδιαταράσσω — αττ. τ. προσδιαταράττω Α διαταράσσω επί πλέον …

    Dictionary of Greek