διατᾰράσσω

  • 111εκκυκώ — ἐκκυκῶ ( άω) (Μ) διαταράσσω, προκαλώ ανακάτωμα …

    Dictionary of Greek

  • 112επιθολώ — ἐπιθολῶ, όω (AM) 1. καθιστώ κάτι θολό ή σκοτεινό, θολώνω, μαυρίζω («ἐπιθολώσει τὸ ῥεῖθρον τῷ φόνῳ τῶν Φρυγῶν», Λουκιαν.) 2. μτφ. θολώνω, επισκοτίζω, διαταράσσω («ἐπιθολοῦν τὴν φιλίαν», Πλούτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 113επιθρυλώ — ἐπιθρυλῶ, έω (Α) 1. ενοχλώ, διαταράσσω 2. διακηρύσσω, δημοσιεύω με θόρυβο 3. διαδίδω για να κατηγορήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρυλώ «διαδίδω»] …

    Dictionary of Greek

  • 114επιταράσσω — ἐπιταράσσω και αττ. τ. ἐπιταράττω (Α) 1. ταράσσω, διαταράσσω επί πλέον («αὐτὸν ἡ ὄψις τοῡ ἐνυπνίου ἐπετάρασσε», Ηρόδ.) 2. διακόπτω, σκεπάζω κάτι, προκαλώ σύγχυση ή ταραχή («ἄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς», Λουκιαν.) …

    Dictionary of Greek

  • 115ηλιθιώ — ἠλιθιῶ, όω (Α) [ηλίθιος] 1. κάνω κάποιον ανόητο, ηλίθιο, διαταράσσω τις φρένες του («μὴ φρένας ὑμῶν ἠλιθιώση», Αισχύλ.) 2. παθ. ἠλιθιοῡμαι, όομαι γίνομαι ηλίθιος, μωραίνομαι, ανοηταίνω …

    Dictionary of Greek

  • 116θρυλλώ — θρυλλῶ, έω (ΑΜ) [θρύλλος] διαταράσσω με τα λόγια μου μσν. αμφισβητώ …

    Dictionary of Greek

  • 117καταράσσω — (AM, Α αττ. τ. καταράττω) μσν. αράζω αρχ. 1. σπάζω σε πολλά κομμάτια, κατασυντρίβω («ὁ παῑς ἐμπεσὼν κατήραξε τὴν κύλικα», Ιππών.) 2. καταβάλλω, κατανικώ («κατήραξε δ εἰς θάλατταν ἅπαντας», Δημοσθ.) 3. διαταράσσω («διασείειν καὶ καταράσσειν τὰ… …

    Dictionary of Greek

  • 118κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …

    Dictionary of Greek

  • 119μετασαλεύω — (ΑΜ μετασαλεύω) μετακινώ ή μετατοπίζω κάτι βίαια, απομακρύνω, διαταράσσω νεοελλ. μσν. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι μσν. 1. μετακινούμαι διαρκώς, ταλαντεύομαι 2. κάνω κάποιον να μετακινείται διαρκώς, να περιπλανιέται 3. αναστατώνω, κάνω άνω κάτω 4 …

    Dictionary of Greek

  • 120μοβιάζω — 1. προξενώ ή υποκινώ ταραχές 2. παρακινώ, ξεσηκώνω κάποιον 3. διαταράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλ. γαλλ. movoir < λατ. moveo «κινώ»] …

    Dictionary of Greek