διατόναιον
1διατόναιον — διατόναιον, το (Α) [διάτονος] 1. δοκάρι 2. ράβδος, όπου στερεώνεται το πάνω μέρος παραπετάσματος («διατόναια δὲ τοξοειδῆ... ἐνετέτατο... ἐφ ὧν αὐλαῑαι... ἐνεπετάννυντο» είχαν στερεωθεί τοξοειδή κουρτινόξυλα από τα οποία κρέμονταν οι κουρτίνες») …
2διατοναίῳ — διατόναιον joist neut dat sg …
3διατόναια — διατόναιον joist neut nom/voc/acc pl …