διατερσαίνω
1διατερσαίνω — (Α) καταξεραίνω, στεγνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + τερσαίνω < τέρσομαι*] …
2διατερσαίνω — διά τερσαίνω dry up pres subj act 1st sg διά τερσαίνω dry up pres ind act 1st sg …
1διατερσαίνω — (Α) καταξεραίνω, στεγνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + τερσαίνω < τέρσομαι*] …
2διατερσαίνω — διά τερσαίνω dry up pres subj act 1st sg διά τερσαίνω dry up pres ind act 1st sg …