διαστρόφως
1διαστρόφως — επίρρ. (Α) εσφαλμένα, όχι σωστά …
2διαστρόφως — διάστροφος twisted adverbial διάστροφος twisted masc/fem acc pl (doric) …
1διαστρόφως — επίρρ. (Α) εσφαλμένα, όχι σωστά …
2διαστρόφως — διάστροφος twisted adverbial διάστροφος twisted masc/fem acc pl (doric) …