διαστρατευσάμενος
1διαστρατεύομαι — (Α) 1. τελειώνω τη στρατιωτική μου υπηρεσία 2. (η μτχ. αορ. ως ουσ.) ο διαστρατευσάμενος ο απόμαχος, απόστρατος, βετεράνος …
1διαστρατεύομαι — (Α) 1. τελειώνω τη στρατιωτική μου υπηρεσία 2. (η μτχ. αορ. ως ουσ.) ο διαστρατευσάμενος ο απόμαχος, απόστρατος, βετεράνος …