διαστολεύς
1διαστολεύς — instrument for examining cavities masc nom sg …
2διαστολῆς — διαστολεύς instrument for examining cavities masc nom pl διαστολεύς instrument for examining cavities masc nom/voc pl διαστολή drawing asunder fem gen sg (attic epic ionic) …
3διαστολῆι — διαστολεύς instrument for examining cavities masc dat sg (epic ionic) διαστολῇ , διαστολή drawing asunder fem dat sg (attic epic ionic) …
4διαστολέας — και διαστολεύς, ο (Α διαστολεύς) [διαστέλλω] νεοελλ. 1. (χειρουργ.) όργανο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στομίων ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας τού σώματος, όπως τής μήτρας, τού στόματος κ.λπ. 2. ιατρ. μυς τού σώματος που χρησιμεύει για… …
5διαστολέως — διαστολέω̆ς , διαστολεύς instrument for examining cavities masc gen sg διαστολεύς instrument for examining cavities masc nom sg (epic ionic) …
6διαστομωτρίς — διαστομωτρίς, η (Α) φρ. «διαστομωτρίς μήλη» ο διαστολεύς* …
7διαστολῇ — διαστολῆι , διαστολεύς instrument for examining cavities masc dat sg (epic ionic) διαστολή drawing asunder fem dat sg (attic epic ionic) …
8διαστολέα — διαστολέᾱ , διαστολεύς instrument for examining cavities masc acc sg …