διασκέπτομαι
1διασκέπτομαι — pres ind mp 1st sg …
2διασκέπτομαι — (Α διασκέπτομαι) 1. μελετώ κάτι με προσοχή, εξετάζω διεξοδικά 2. συσκέπτομαι με άλλον ή άλλους για τη λήψη αποφάσεων …
3διασκέπτομαι — διασκέφτηκα, συσκέπτομαι, σκέφτομαι μαζί με άλλους: Το συμβούλιο της εταιρείας διασκέπτεται για την πολιτική που θα ακολουθήσει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4διεσκεμμένα — διασκέπτομαι perf part mp neut nom/voc/acc pl διεσκεμμένᾱ , διασκέπτομαι perf part mp fem nom/voc/acc dual διεσκεμμένᾱ , διασκέπτομαι perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5διασκεπτομένων — διασκέπτομαι pres part mp fem gen pl διασκέπτομαι pres part mp masc/neut gen pl …
6διασκεπτόμεθα — διασκέπτομαι pres ind mp 1st pl διασκέπτομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
7διασκεπτόμενον — διασκέπτομαι pres part mp masc acc sg διασκέπτομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg …
8διασκεψαμένων — διασκέπτομαι aor part mp fem gen pl διασκέπτομαι aor part mp masc/neut gen pl …
9διασκεψάμενον — διασκέπτομαι aor part mp masc acc sg διασκέπτομαι aor part mp neut nom/voc/acc sg …
10διασκεψόμεθα — διασκέπτομαι aor subj mp 1st pl (epic) διασκέπτομαι fut ind mp 1st pl …