Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διασκέδαση

  • 1 διασκέδαση

    [дьяскедаси] ουσ. Θ. развлечение.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διασκέδαση

  • 2 развлечение

    развлечение с η διασκέδαση, η ψυχαγωγία
    * * *
    с
    η διασκέδαση, η ψυχαγωγία

    Русско-греческий словарь > развлечение

  • 3 удовольствие

    удовольстви||е
    с
    1. ἡ εὐχαρίστηση [-ις]/ ἡ ἀπόλαυση [-ις], ἡ διασκέδαση (развлечение):
    находить \удовольствие в чем-л. βρίσκω εὐχαρίστηση σέ κάτι· испытывать \удовольствие αίσθάνομαι εὐχαρίστηση[ν]· доставлять \удовольствие кому-л. προξενώ εὐχαρίστηση σέ κάποιον для собственного \удовольствиея γιά τό κέφι μου· с \удовольствиеем а) μέ εὐχαρίστηση, б) εὐχαρίστως (в ответе)·
    2. (развлечение) ἡ διασκέδαση[-ις], ἡ ἀπόλαυση [-ις], ἡ ψυχαγωγία:
    предаваться \удовольствиеям τό ρίχνω στίς διασκεδάσεις· ◊ жить в свое \удовольствие καλοζῶ, καλοπερνώ, περνώ ζωή καί κότα.

    Русско-новогреческий словарь > удовольствие

  • 4 гулянье

    -я, γεν. πλθ. -ний, -ньям ουδ.
    1. περίπατος, βόλτα, σεργιάνι, σουλάτσο.
    2. διασκέδαση σε ανοιχτό χώρο. || μαζικός γιορτασμός, γιορτή•

    народное гулянье λαϊκός γιορταστικός περίπατος•

    праздническое гулянье γιορταστική διασκέδαση.

    3. τόπος διασκέδασης, ψυχαγωγίας.

    Большой русско-греческий словарь > гулянье

  • 5 развлечение

    ουδ.
    διασκέδαση, ψυχαγωγία, α\ισ.φυχτ\, τέρψη, ξέσπασμα•

    для -я για διασκέδαση.

    Большой русско-греческий словарь > развлечение

  • 6 времяпрепровождение

    времяпрепровождение
    с ἡ ἐνασχόληση, τό πασατέμπο:
    веселое \времяпрепровождение ἡ διασκέδαση.

    Русско-новогреческий словарь > времяпрепровождение

  • 7 гулянье

    гуля||нье
    с
    1. (прогулка) ὁ περίπατος, ἡ βόλτα, τό σεργιάνι·
    2. (праздник) ἡ γιορτή, τό πανηγύρι, ἡ διασκέδαση [-ις]:
    народное \гуляньенье ἡ λαϊκή γιορτή.

    Русско-новогреческий словарь > гулянье

  • 8 забава

    заба́в||а
    ж ἡ διασκέδαση [-ις], ἡ τέρ-ψη [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > забава

  • 9 натешиться

    натешиться
    сов разг χορταίνω κάτι»; χορταίνω διασκέδαση. λ

    Русско-новогреческий словарь > натешиться

  • 10 развлечение

    развлечение
    с ἡ διασκέδαση [-ις], ἡ ψυχαγωγία

    Русско-новогреческий словарь > развлечение

  • 11 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 12 увеселение

    увесел||ение
    с ἡ διασκέδαση [-ις], ἡ ψυχαγωγία.

    Русско-новогреческий словарь > увеселение

  • 13 утеха

    утеха
    ж
    1. (удовольствие) ἡ εὐχαρί-στηση [-ις], ἡ διασκέδαση [-ις]·
    2. (утешение) ἡ παρηγοριά.

    Русско-новогреческий словарь > утеха

  • 14 времяпрепровождение

    [βριεμγιαπριπραβαζντιένιιε] ουα. ο. διασκέδαση

    Русско-греческий новый словарь > времяпрепровождение

  • 15 забава

    [ζαμπάβα] συσ. Θ. διασκέδαση

    Русско-греческий новый словарь > забава

  • 16 развлечение

    [ραζβλιτσιένιιε] ουσ. ο. διασκέδαση

    Русско-греческий новый словарь > развлечение

  • 17 увеселение

    [ουβισιλιένιιε] ουσ. ο. διασκέδαση, ψυχαγωγία

    Русско-греческий новый словарь > увеселение

  • 18 утеха

    [ουτιέχα] ουσ. θ. διασκέδαση, παρηγοριά

    Русско-греческий новый словарь > утеха

  • 19 времяпрепровождение

    [βριεμγιαπριπραβαζντιένιιε] ουα. ο. διασκέδαση

    Русско-эллинский словарь > времяпрепровождение

  • 20 забава

    [ζαμπάβα] ουσ θ διασκέδαση

    Русско-эллинский словарь > забава

См. также в других словарях:

  • διασκέδαση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διασκεδάζω, η ψυχαγωγία: Σας εύχομαι καλή διασκέδαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασκέδαση — η (AM διασκέδασις) νεοελλ. 1. ψυχαγωγία, τέρψη 2. ευωχία, γλέντι αρχ. μσν. διασπορά, διασκορπισμός …   Dictionary of Greek

  • διασκεδάσῃ — διασκεδάσηι , διασκέδασις scattering fem dat sg (epic) διασκεδάννυμι scatter abroad aor subj mid 2nd sg διασκεδάννυμι scatter abroad aor subj act 3rd sg διασκεδάννυμι scatter abroad fut ind mid 2nd sg διασκεδάζω disperse aor subj mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκεδάσηι — διασκέδασις scattering fem dat sg (epic) διασκεδάσῃ , διασκεδάννυμι scatter abroad aor subj mid 2nd sg διασκεδάσῃ , διασκεδάννυμι scatter abroad aor subj act 3rd sg διασκεδάσῃ , διασκεδάννυμι scatter abroad fut ind mid 2nd sg διασκεδάσῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …   Dictionary of Greek

  • εκπεταννύω — ἐκπεταννύω και ἐκπετάννυμι (AM) I. 1. (για φτερά πουλιού, πανιά πλοίου κ.λπ.) απλώνω, ανοίγω 2. (για πανιά πλοίου) ανοίγω πανιά πλοίου για να αποπλεύσει αρχ. 1. (για δίχτυ) απλώνω, ρίχνω 2. προβάλλω προς τα έξω 3. φρ. «στέφος ἐξεπέτασσε» σκόρπισε …   Dictionary of Greek

  • μολπή — η (ΑΜ μολπή) 1. άσμα, ωδή, τραγούδι («τὴν καλλικέλαδον καὶ λιγυραῑς μολπαῑς κατακηλοῡσαν... τὴν Ἐκκλησίαν τοῡ Χριστοῡ εὔλαλον ἀηδόνα», Μηναί.) 2. μτφ. μουσικός τόνος, ευχάριστος ρυθμικός ήχος («η... μολπή τών κυμβάλων», Ζαλοκ.) αρχ. 1. άσμα με… …   Dictionary of Greek

  • πανηγύρι — Συγκέντρωση πλήθους για εορτασμό από κοινού. Πανηγυρικός εορτασμός στην επέτειο αγίου, ή και το συμπόσιο και ο χορός που ακολουθούν μετά τον θρησκευτικό εορτασμό. Τα π. ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Στα αρχαία π., εκτός από τους αθλητικούς… …   Dictionary of Greek

  • αδιάφορα — Στην ηθική διδασκαλία α. ονομάζονται όσα θεωρούνται πως ούτε επιβάλλονται ούτε απαγορεύονται από τον ηθικό νόμο. Έτσι, οι αρχαίοι κυνικοί και στωικοί α.θεωρούσαν (ουκ εφ’ ημίν) την περιουσία, την υγεία, την τιμή, την ίδια τη ζωή και το θάνατο.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»