διαρκῶς
91αειπαθής — ἀειπαθής, ές (Α) αυτός που διαρκώς πάσχει («ἀειπαθής φύσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + παθὴς < πάθος] …
92αειρέεθρος — ἀειρέεθρος, ον (Μ) όποιος αέναα, διαρκώς ρέει (πρβλ. αέναος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ῥέεθρον, συνηρ. ῥεῖθρον (ρεύμα, ροή ποταμού) < ῥέω] …
93αεισάλευτος — η, ο και ος, ο όποιος σαλεύει, κινείται διαρκώς, ο μη σταθερός ή μόνιμος …
94αειστένακτος — ἀειστένακτος, ον (Μ) αυτός που διαρκώς στενάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + στενάζω] …
95αειστρεφής — ἀειστρεφής, ές (Α) 1. αυτός που διαρκώς στρέφεται, κινείται 2. (ειδ. για την ψυχή) ανήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + στρεφὴς < στρέφω] …
96αειτάραχος — η, ο και ος, ο (Μ ἀειτάραχος, ον) αυτός που ταράσσεται διαρκώς («αειτάραχος θάλασσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ταραχή] …
97αειτρεφής — ἀειτρεφής, ές (Μ) (κυρίως για την ψυχή) αυτός που διαρκώς τρέφεται και μάλιστα πνευματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + τρεφὴς < τρέφω)] …
98αειφάγος — ο αυτός που διαρκώς τρώγει, που κατέχεται από αδιάκοπη επιθυμία για φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεὶ + φάγος < θ. φαγ τού ἔφαγ ον, αόρ. β τού ρ. ἐσθίω] …
99αειφαής — ἀειφαής, ές (AM) αυτός που διαρκώς εκπέμπει φως, που πάντοτε λάμπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φαὴς < φάος] …
100αειφανής — ές (Α ἀειφανής) (για αστέρες και μάλιστα για τον πολικό) αυτός που πάντοτε φαίνεται, πάντοτε λάμπει, ο διαρκώς ορατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φανὴς < ἐφάνην, φαίνομαι] …