διαρκῶς
81αειγένητος — ἀειγένητος, ον (AM) 1. αυτός που ανανεώνεται διαρκώς, αδιάκοπα 2. αιώνιος, αθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + γενητός < γίγνομαι] …
82αειγενής — ἀειγενής, ές (Α) 1. αιώνιος, αθάνατος 2. ο διαρκώς γεννώμενος ή αναγεννώμενος, που γεννιέται ξανά και ξανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + γενής < γένος] …
83αειγενετήρ — ἀειγενετήρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που διαρκώς γεννά, παράγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + γενετήρ] …
84αειδίνητος — η, ο και ος, ο (AM ἀειδίνητος, ον) αυτός που περιστρέφεται διαρκώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + δινητός < δινῶ] …
85αειδιάδοχος — ἀειδιάδοχος, ον (Μ) ο διαρκώς διαδεχόμενος κάποιον ή κάτι …
86αειθανής — ἀειθανής, ές (Α) αυτός που κατέχεται διαρκώς από τον φόβο τού θανάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θανής < θαν , θ. αόρ. β ἔθανον τού θνῂσκω] …
87αειμέριμνος — η, ο και ος, ο αυτός που μεριμνά διαρκώς, που έχει διαρκείς φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεὶ + μέριμνα] …
88αειμαχία — η το να μάχεται, να πολεμά κανείς διαρκώς, ο διαρκής πόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεί + μάχη] …
89αειμειδής — ές αυτός που διαρκώς χαμογελάει, φιλομειδής, γελαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Όπως και το φιλο μειδής, είναι δυνατό να παράγεται ή απευθείας από το μειδιώ ή από το μεῖδος (= γέλως), που σώζεται μόνο στον Ησύχιο] …
90αειμεταβόλος — ἀειμεταβόλος, ον (Α) αυτός που μεταβάλλεται διαρκώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + μεταβόλος < μεταβάλλω] …