διαρκῶς
71αείμολπος — ο αυτός που διαρκώς τραγουδά. [ΕΤΥΜΟΛ. λ. που πλάστηκε από τον ρομαντικό ποιητή Ι. Καρασούτσα < αεί + μόλπος < μέλπω] …
72αείποτε — επίρρ. πάντοτε, διαρκώς, αιωνίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεὶ + ποτέ] …
73αείρυτος — ἀείρυτος, ον (Α) αυτός που ρέει, που αναβλύζει διαρκώς, αέναα, αστείρευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ῥυτός < ῥέω] …
74αείσειστος — η, ο και ος, ο ο διαρκώς σειόμενος, μετακινούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + σείω η λ. πλάστηκε από τον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] …
75αείσιτος — ον (Α) αυτός που σιτίζεται, τρέφεται διαρκώς με έξοδα τής πολιτείας στο πρυτανείο «ὁ ἐφ ἑκάστῃ ἡμέρᾳ ἐν τῷ πρυτανείῳ δειπνῶν» (Ησύχιος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + σιτος < σῖτος. ΠΑΡ. αρχ. ἀεισιτία] …
76αείστροφος — ἀείστροφος, ον (Μ) όποιος διαρκώς στρέφεται, μεταστρέφεται, αλλάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + στροφος < στρέφω] …
77αείφατος — ἀείφατος, ον (Α) αυτός για τον οποίο πάντοτε γίνεται λόγος, που διαρκώς εξυμνείται, ο αιώνια ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φατός < φημί] …
78αείφθογγος — ἀείφθογγος, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτός που μιλάει συνεχώς, φλύαρος, πολυλογάς 2. (για πουλιά) αυτός που διαρκώς τιτιβίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φθόγγος < φθέγγομαι] …
79αείφωτος — η, ο και ος, ο (Α ἀείφωτος, ον) αυτός που εκπέμπει διαρκώς φως, ο πάντοτε φεγγοβόλος («ήλιος αείφωτος») …
80αειβρυής — ἀειβρυής, ές (Α) (Μ ἀείβρυτος, ον) αυτός που διαρκώς αναβρύει, που βγάζει συνεχώς μπουμπούκια, βλαστούς κ. λ. π …