διαρκῶς

  • 101αειφεγγής — ἀειφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει διαρκώς, ο πάντοτε λαμπρός, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φεγγὴς < φέγγος] …

    Dictionary of Greek

  • 102αεροτομή — Σώμα που έχει κατάλληλο σχήμα, ώστε όταν βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τον αέρα να παράγει δύναμη κάθετη στην κίνηση (άντωση) πολύ μεγαλύτερη από την αντίσταση στην κίνηση. Η πτήση ενός αεροσκάφους εξαρτάται από τη χρησιμοποίηση α. στις… …

    Dictionary of Greek

  • 103αζηχής — ἀζηχής, ές (Α) 1. ακατάπαυστος, αδιάκοπος, συνεχής 2. υπερβολικός 3. τραχύς, σκληρός 4. (το ουδέτερο ως επίρρημα) τὸ ἀζηχές διαρκώς, συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀζαεχὴς < ἀ αθροιστικό + δια εχὴς (< ἔχω πρβλ. συνεχής), με τροπή τού φωνητικού… …

    Dictionary of Greek

  • 104αιώνιος — ια (και ία), ιο (Α αἰώνιος, ία, ιον και ιος, ιον) 1. αυτός που ανήκει στον αιώνα, παντοτινός, ακατάλυτος, αθάνατος 2. επίρρ. αἰωνίως (νεοελλ. και αιώνια) διαρκώς, συνέχεια παντοτινά νεοελλ. (για έκφραση υπερβολής ή ειρωνείας) 1. αυτός που μοιάζει …

    Dictionary of Greek

  • 105ακαμαντοπόδας — ἀκαμαντοπόδας, ο (Μ) 1. ο ακαμαντόπους* 2. αυτός που τρέχει διαρκώς, ασταμάτητα «ἀκαμαντοπόδας χρόνος» (Συνέσ. V 9, 52). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + πούς] …

    Dictionary of Greek

  • 106αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …

    Dictionary of Greek

  • 107αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …

    Dictionary of Greek

  • 108αμόνιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μονιά, που δεν μπορεί να καθήσει κάπου μόνιμα, που ρέπει στον πλάνητα βίο 2. αυτός που δεν παραμένει σε μια θέση ή εργασία, αλλά διαρκώς τήν αλλάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μονιάζω < μονιά*] …

    Dictionary of Greek

  • 109ανήσυχος — η, ο (Μ ἀνήσυχος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται σε ψυχική ταραχή, αγωνία 2. αυτός που δεν ησυχάζει ποτέ, αεικίνητος 3. άτακτος 4. αυτός που βρίσκεται σε σωματική αγωνία από κάποια αρρώστια 5. πολυπράγμων, αυτός που έχει διαρκώς πνευματικές ή… …

    Dictionary of Greek

  • 110αναδρομάρης — άρα, και άρισσα, ικο 1. αυτός που τρέχει πάνω κάτω, που διαρκώς κινείται 2. αυτός που ανατρέχει σε παλαιότερα ιστορικά αρχεία, έγγραφα κ.λπ., που ασχολείται με έρευνες και αναζητήσεις, ιστοριοδίφης, ερευνητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδρομή + άρης] …

    Dictionary of Greek