διαπραγματεύομαι
1διαπραγματεύομαι — διαπραγματεύομαι, διαπραγματεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: διαπραγματεύομαι : η χρησιμοποίηση του ρήματος με την έννοια → πραγματεύομαι (εξετάζω, εκθέτω, αναλύω ένα θέμα) είναι λαθεμένη. Το διαπραγματεύομαι σημαίνει → κάνω διαπραγματεύσεις …
2διαπραγματεύομαι — (Α διαπραγματεύομαι) 1. εξετάζω ή διερευνώ κάτι σε όλη του την έκταση, αναπτύσσω εγγράφως ή προφορικώς όλες τις απόψεις για κάποιο θέμα 2. διεξάγω συνεννοήσεις για αγοραπωλησία ή για τη ρύθμιση θέματος αρχ. 1. επιχειρώ να κάνω κάτι 2. κερδίζω από …
3διαπραγματεύομαι — διαπραγματεύτηκα, κάνω συνεννοήσεις, παζαρεύω, για να καταλήξω σε συμφωνία: Διαπραγματεύεται την αγορά ενός παραλιακού οικοπέδου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4διαπραγματευομένων — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem gen pl διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc/neut gen pl διαπρᾱγματευομένων , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem gen pl διαπρᾱγματευομένων , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc/neut… …
5διαπραγματευόμεθα — διαπραγματεύομαι discuss pres ind mp 1st pl διαπρᾱγματευόμεθα , διαπραγματεύομαι discuss pres ind mp 1st pl διαπραγματεύομαι discuss imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) διαπρᾱγματευόμεθα , διαπραγματεύομαι discuss imperf ind mp 1st pl (homeric …
6διαπραγματευόμενον — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc acc sg διαπραγματεύομαι discuss pres part mp neut nom/voc/acc sg διαπρᾱγματευόμενον , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc acc sg διαπρᾱγματευόμενον , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp neut… …
7διαπραγματεύσασθε — διαπραγματεύομαι discuss aor imperat mp 2nd pl διαπρᾱγματεύσασθε , διαπραγματεύομαι discuss aor imperat mp 2nd pl διαπραγματεύομαι discuss aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) διαπρᾱγματεύσασθε , διαπραγματεύομαι discuss aor ind mp 2nd pl (homeric …
8διαπραγματευθήσεται — διαπραγματεύομαι discuss fut ind mp 3rd sg διαπρᾱγματευθήσεται , διαπραγματεύομαι discuss fut ind mp 3rd sg …
9διαπραγματευομένη — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) διαπρᾱγματευομένη , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
10διαπραγματευομένης — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) διαπρᾱγματευομένης , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …